καταπλήσσομαι

καταπλήσσομαι
καταπλήσσω
strike down
pres ind mp 1st sg
καταπλήσσω
strike down
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • ιλιγγιώ — (ΑΜ ἰλιγγιῶ, άω) ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος (νεοελλ. μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν τό σκέπτομαι β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι* μσν. φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» αισθάνομαι άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. ιῶ,… …   Dictionary of Greek

  • καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԿՆՈՒՄ — (կեայ, կի՛ր, կուցեալ, եւ կեալ, եւ կեցեալ.) NBH 2 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ձ. καταπλήσσομαι, καταπλαγῆναι percellor, perculsum esse, stupeo, obstupesco, terreor. Պախիլ. վրդովիլ յահէ. զարհուրիլ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”